Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβρομος
πολύβροχος
πολύβροχος2
πολυβρώματος
πολύβρωτος
πολύβυρσος
πολύβωλος
πολύβωμος
Πολυβώτης
πολύβωτος
πολυγαλακτέω
πολυγάλακτος
πολύγαλον
πολυγαμία
πολύγαμος
πολυγενής
πολυγέωργος
πολυγηθής
View word page
πολύβωμος
with many altars
ShortDef
with many altars
Debugging
Headword:
πολύβωμος
Headword (normalized):
πολύβωμος
Headword (normalized/stripped):
πολυβωμος
IDX:
71316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71317
Key:
Data
{'content': 'with many altars'}