Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυβότανος
πολυβότειρα
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβρομος
πολύβροχος
πολύβροχος2
πολυβρώματος
πολύβρωτος
πολύβυρσος
πολύβωλος
πολύβωμος
Πολυβώτης
πολύβωτος
πολυγαλακτέω
πολυγάλακτος
πολύγαλον
πολυγαμία
πολύγαμος
View word page
πολύβρωτος
devoured, mangled

ShortDef

devoured, mangled

Debugging

Headword:
πολύβρωτος
Headword (normalized):
πολύβρωτος
Headword (normalized/stripped):
πολυβρωτος
IDX:
71313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71314
Key:

Data

{'content': 'devoured, mangled'}