Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυβόρος
Πόλυβος
πολύβοσκος
πολυβότανος
πολυβότειρα
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβρομος
πολύβροχος
πολύβροχος2
πολυβρώματος
πολύβρωτος
πολύβυρσος
πολύβωλος
πολύβωμος
Πολυβώτης
πολύβωτος
πολυγαλακτέω
πολυγάλακτος
View word page
πολύβροχος
freshly infused several times

ShortDef

freshly infused several times
with many nooses

Debugging

Headword:
πολύβροχος
Headword (normalized):
πολύβροχος
Headword (normalized/stripped):
πολυβροχος
IDX:
71310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71311
Key:

Data

{'content': 'freshly infused several times'}