Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυβόλος
πολυβόρος
Πόλυβος
πολύβοσκος
πολυβότανος
πολυβότειρα
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβρομος
πολύβροχος
πολύβροχος2
πολυβρώματος
πολύβρωτος
πολύβυρσος
πολύβωλος
πολύβωμος
Πολυβώτης
πολύβωτος
πολυγαλακτέω
View word page
πολύβρομος
loud-roaring
ShortDef
loud-roaring
Debugging
Headword:
πολύβρομος
Headword (normalized):
πολύβρομος
Headword (normalized/stripped):
πολυβρομος
IDX:
71309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71310
Key:
Data
{'content': 'loud-roaring'}