Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυβόητος
πολυβόλος
πολυβόρος
Πόλυβος
πολύβοσκος
πολυβότανος
πολυβότειρα
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβρομος
πολύβροχος
πολύβροχος2
πολυβρώματος
πολύβρωτος
πολύβυρσος
πολύβωλος
πολύβωμος
Πολυβώτης
πολύβωτος
View word page
πολυβούτης
rich in oxen

ShortDef

rich in oxen

Debugging

Headword:
πολυβούτης
Headword (normalized):
πολυβούτης
Headword (normalized/stripped):
πολυβουτης
IDX:
71308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71309
Key:

Data

{'content': 'rich in oxen'}