Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυβόειος
πολυβόητος
πολυβόλος
πολυβόρος
Πόλυβος
πολύβοσκος
πολυβότανος
πολυβότειρα
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβρομος
πολύβροχος
πολύβροχος2
πολυβρώματος
πολύβρωτος
πολύβυρσος
πολύβωλος
πολύβωμος
Πολυβώτης
View word page
πολύβουλος
much-counselling

ShortDef

much-counselling

Debugging

Headword:
πολύβουλος
Headword (normalized):
πολύβουλος
Headword (normalized/stripped):
πολυβουλος
IDX:
71307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71308
Key:

Data

{'content': 'much-counselling'}