Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυβλής
πολυβόειος
πολυβόητος
πολυβόλος
πολυβόρος
Πόλυβος
πολύβοσκος
πολυβότανος
πολυβότειρα
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβρομος
πολύβροχος
πολύβροχος2
πολυβρώματος
πολύβρωτος
πολύβυρσος
πολύβωλος
πολύβωμος
View word page
πολύβοτρυς
abounding in grapes

ShortDef

abounding in grapes

Debugging

Headword:
πολύβοτρυς
Headword (normalized):
πολύβοτρυς
Headword (normalized/stripped):
πολυβοτρυς
IDX:
71306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71307
Key:

Data

{'content': 'abounding in grapes'}