Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυβλέπων
πολυβλέφαρος
πολυβλής
πολυβόειος
πολυβόητος
πολυβόλος
πολυβόρος
Πόλυβος
πολύβοσκος
πολυβότανος
πολυβότειρα
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβρομος
πολύβροχος
πολύβροχος2
πολυβρώματος
πολύβρωτος
πολύβυρσος
View word page
πολυβότειρα
much
ShortDef
much
Debugging
Headword:
πολυβότειρα
Headword (normalized):
πολυβότειρα
Headword (normalized/stripped):
πολυβοτειρα
IDX:
71304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71305
Key:
Data
{'content': 'much'}