Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυβλαστής
πολυβλαστία
πολυβλέπων
πολυβλέφαρος
πολυβλής
πολυβόειος
πολυβόητος
πολυβόλος
πολυβόρος
Πόλυβος
πολύβοσκος
πολυβότανος
πολυβότειρα
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβρομος
πολύβροχος
πολύβροχος2
πολυβρώματος
View word page
πολύβοσκος
much-nourishing

ShortDef

much-nourishing

Debugging

Headword:
πολύβοσκος
Headword (normalized):
πολύβοσκος
Headword (normalized/stripped):
πολυβοσκος
IDX:
71302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71303
Key:

Data

{'content': 'much-nourishing'}