Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύβιος
πολυβλαβής
πολυβλαστής
πολυβλαστία
πολυβλέπων
πολυβλέφαρος
πολυβλής
πολυβόειος
πολυβόητος
πολυβόλος
πολυβόρος
Πόλυβος
πολύβοσκος
πολυβότανος
πολυβότειρα
πολύβοτος
πολύβοτρυς
πολύβουλος
πολυβούτης
πολύβρομος
πολύβροχος
View word page
πολυβόρος
much-devouring, voracious
ShortDef
much-devouring, voracious
Debugging
Headword:
πολυβόρος
Headword (normalized):
πολυβόρος
Headword (normalized/stripped):
πολυβορος
IDX:
71300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71301
Key:
Data
{'content': 'much-devouring, voracious'}