Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγρεῖος
ἀγρειοσύνη
ἀγρεῖφνα
ἀγρεμών
ἀγρετεύω
ἀγρέτης
ἄγρευμα
ἀγρεύς
Ἀγρεύς
ἀγρεύσιμος
ἄγρευσις
ἀγρευτήρ
ἀγρευτής
ἀγρευτικός
ἀγρευτός
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἄγρη
ἄγρηθεν
ἀγρηνόν
ἀγριαίνω
View word page
ἄγρευσις
catching
ShortDef
catching
Debugging
Headword:
ἄγρευσις
Headword (normalized):
ἄγρευσις
Headword (normalized/stripped):
αγρευσις
IDX:
712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-713
Key:
Data
{'content': 'catching'}