Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυβέλεμνος
πολυβενθής
πολυβήματος
πολύβιβλος
Πολύβιος
πολύβιος
πολυβλαβής
πολυβλαστής
πολυβλαστία
πολυβλέπων
πολυβλέφαρος
πολυβλής
πολυβόειος
πολυβόητος
πολυβόλος
πολυβόρος
Πόλυβος
πολύβοσκος
πολυβότανος
πολυβότειρα
πολύβοτος
View word page
πολυβλέφαρος
with many eyes

ShortDef

with many eyes

Debugging

Headword:
πολυβλέφαρος
Headword (normalized):
πολυβλέφαρος
Headword (normalized/stripped):
πολυβλεφαρος
IDX:
71295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71296
Key:

Data

{'content': 'with many eyes'}