Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυβαφής
πολυβέλεμνος
πολυβενθής
πολυβήματος
πολύβιβλος
Πολύβιος
πολύβιος
πολυβλαβής
πολυβλαστής
πολυβλαστία
πολυβλέπων
πολυβλέφαρος
πολυβλής
πολυβόειος
πολυβόητος
πολυβόλος
πολυβόρος
Πόλυβος
πολύβοσκος
πολυβότανος
πολυβότειρα
View word page
πολυβλέπων
blind
ShortDef
blind
Debugging
Headword:
πολυβλέπων
Headword (normalized):
πολυβλέπων
Headword (normalized/stripped):
πολυβλεπων
IDX:
71294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71295
Key:
Data
{'content': 'blind'}