Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυαχθής
πολυάχυρος
πολυβαθής
πολύβατος
πολυβαφής
πολυβέλεμνος
πολυβενθής
πολυβήματος
πολύβιβλος
Πολύβιος
πολύβιος
πολυβλαβής
πολυβλαστής
πολυβλαστία
πολυβλέπων
πολυβλέφαρος
πολυβλής
πολυβόειος
πολυβόητος
πολυβόλος
πολυβόρος
View word page
πολύβιος
well-to-do

ShortDef

Polybius
well-to-do

Debugging

Headword:
πολύβιος
Headword (normalized):
πολύβιος
Headword (normalized/stripped):
πολυβιος
IDX:
71290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71291
Key:

Data

{'content': 'well-to-do'}