Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυάρχιος
πολύαρχος
πολύασπις
πολυαστράγαλος
πολύαστρος
πολυάσχολος
πολυαῦλαξ
πολυαυξής
πολυαύχενος
πολυαύχην
πολυάφορμος
πολυαχθής
πολυάχυρος
πολυβαθής
πολύβατος
πολυβαφής
πολυβέλεμνος
πολυβενθής
πολυβήματος
πολύβιβλος
Πολύβιος
View word page
πολυάφορμος
with abundant materials

ShortDef

with abundant materials

Debugging

Headword:
πολυάφορμος
Headword (normalized):
πολυάφορμος
Headword (normalized/stripped):
πολυαφορμος
IDX:
71279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71280
Key:

Data

{'content': 'with abundant materials'}