Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνέλκυστος
ἀνέλκω
ἀνέλκωσις
ἀνελκωτος
ἀνέλλειπτος
ἀνέλλην
ἀνελλήνιστος
ἀνελληνόστολος
ἀνελλιπής
ἀνελλίπους
ἄνελπις
ἀνελπιστέω
ἀνελπιστία
ἀνέλπιστος
ἀνέλυτρος
ἀνεμαφέτης
ἀνέμβατος
ἀνεμέσητος
ἀνέμετος
ἀνεμέω
ἀνέμητος
View word page
ἄνελπις
without hope, hopeless

ShortDef

without hope, hopeless

Debugging

Headword:
ἄνελπις
Headword (normalized):
ἄνελπις
Headword (normalized/stripped):
ανελπις
IDX:
7127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7128
Key:

Data

{'content': 'without hope, hopeless'}