Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυάρουρος
πολυάρτυτος
πολυαρχία
πολυάρχιος
πολύαρχος
πολύασπις
πολυαστράγαλος
πολύαστρος
πολυάσχολος
πολυαῦλαξ
πολυαυξής
πολυαύχενος
πολυαύχην
πολυάφορμος
πολυαχθής
πολυάχυρος
πολυβαθής
πολύβατος
πολυβαφής
πολυβέλεμνος
πολυβενθής
View word page
πολυαυξής
full-grown, strong, large
ShortDef
full-grown, strong, large
Debugging
Headword:
πολυαυξής
Headword (normalized):
πολυαυξής
Headword (normalized/stripped):
πολυαυξης
IDX:
71276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71277
Key:
Data
{'content': 'full-grown, strong, large'}