Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύαρθρος
πολυάριθμος
πολυαρκής
πολύαρκυς
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνος
πολυάρουρος
πολυάρτυτος
πολυαρχία
πολυάρχιος
πολύαρχος
πολύασπις
πολυαστράγαλος
πολύαστρος
πολυάσχολος
πολυαῦλαξ
πολυαυξής
πολυαύχενος
πολυαύχην
πολυάφορμος
View word page
πολυάρχιος
invented by

ShortDef

invented by

Debugging

Headword:
πολυάρχιος
Headword (normalized):
πολυάρχιος
Headword (normalized/stripped):
πολυαρχιος
IDX:
71269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71270
Key:

Data

{'content': 'invented by'}