Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυάνωρ
πολυαπεχθής
πολυαπόδημος
πολυάρατος
πολυάργυρος
πολύαρθρος
πολυάριθμος
πολυαρκής
πολύαρκυς
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνος
πολυάρουρος
πολυάρτυτος
πολυαρχία
πολυάρχιος
πολύαρχος
πολύασπις
πολυαστράγαλος
πολύαστρος
πολυάσχολος
View word page
πολυαρμόνιος
many-toned

ShortDef

many-toned

Debugging

Headword:
πολυαρμόνιος
Headword (normalized):
πολυαρμόνιος
Headword (normalized/stripped):
πολυαρμονιος
IDX:
71264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71265
Key:

Data

{'content': 'many-toned'}