Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυάνθρωπος
πολυανώδυνος
πολυάνωρ
πολυαπεχθής
πολυαπόδημος
πολυάρατος
πολυάργυρος
πολύαρθρος
πολυάριθμος
πολυαρκής
πολύαρκυς
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνος
πολυάρουρος
πολυάρτυτος
πολυαρχία
πολυάρχιος
πολύαρχος
πολύασπις
πολυαστράγαλος
View word page
πολύαρκυς
with many nets
ShortDef
with many nets
Debugging
Headword:
πολύαρκυς
Headword (normalized):
πολύαρκυς
Headword (normalized/stripped):
πολυαρκυς
IDX:
71262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71263
Key:
Data
{'content': 'with many nets'}