Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυανθρωπία
πολυάνθρωπος
πολυανώδυνος
πολυάνωρ
πολυαπεχθής
πολυαπόδημος
πολυάρατος
πολυάργυρος
πολύαρθρος
πολυάριθμος
πολυαρκής
πολύαρκυς
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνος
πολυάρουρος
πολυάρτυτος
πολυαρχία
πολυάρχιος
πολύαρχος
πολύασπις
View word page
πολυαρκής
much-helpful, supplying many wants
ShortDef
much-helpful, supplying many wants
Debugging
Headword:
πολυαρκής
Headword (normalized):
πολυαρκής
Headword (normalized/stripped):
πολυαρκης
IDX:
71261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71262
Key:
Data
{'content': 'much-helpful, supplying many wants'}