Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄνελκτος
ἀνελκτός
ἀνέλκυστος
ἀνέλκω
ἀνέλκωσις
ἀνελκωτος
ἀνέλλειπτος
ἀνέλλην
ἀνελλήνιστος
ἀνελληνόστολος
ἀνελλιπής
ἀνελλίπους
ἄνελπις
ἀνελπιστέω
ἀνελπιστία
ἀνέλπιστος
ἀνέλυτρος
ἀνεμαφέτης
ἀνέμβατος
ἀνεμέσητος
ἀνέμετος
View word page
ἀνελλιπής
unfailing, unceasing

ShortDef

unfailing, unceasing

Debugging

Headword:
ἀνελλιπής
Headword (normalized):
ἀνελλιπής
Headword (normalized/stripped):
ανελλιπης
IDX:
7125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7126
Key:

Data

{'content': 'unfailing, unceasing'}