Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύανδρος
πολυάνθεμος
πολυανθής
πολυάνθραξ
πολυανθρωπέω
πολυανθρωπία
πολυάνθρωπος
πολυανώδυνος
πολυάνωρ
πολυαπεχθής
πολυαπόδημος
πολυάρατος
πολυάργυρος
πολύαρθρος
πολυάριθμος
πολυαρκής
πολύαρκυς
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνος
πολυάρουρος
View word page
πολυαπόδημος
much-travelled

ShortDef

much-travelled

Debugging

Headword:
πολυαπόδημος
Headword (normalized):
πολυαπόδημος
Headword (normalized/stripped):
πολυαποδημος
IDX:
71256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71257
Key:

Data

{'content': 'much-travelled'}