Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυανδρία
πολυάνδριος
πολύανδρος
πολυάνθεμος
πολυανθής
πολυάνθραξ
πολυανθρωπέω
πολυανθρωπία
πολυάνθρωπος
πολυανώδυνος
πολυάνωρ
πολυαπεχθής
πολυαπόδημος
πολυάρατος
πολυάργυρος
πολύαρθρος
πολυάριθμος
πολυαρκής
πολύαρκυς
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
View word page
πολυάνωρ
with many men, much-frequented

ShortDef

with many men, much-frequented

Debugging

Headword:
πολυάνωρ
Headword (normalized):
πολυάνωρ
Headword (normalized/stripped):
πολυανωρ
IDX:
71254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71255
Key:

Data

{'content': 'with many men, much-frequented'}