Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυαναφορία
πολυανάφορος
πολυανδρεῖον
πολυανδρέω
πολυανδρία
πολυάνδριος
πολύανδρος
πολυάνθεμος
πολυανθής
πολυάνθραξ
πολυανθρωπέω
πολυανθρωπία
πολυάνθρωπος
πολυανώδυνος
πολυάνωρ
πολυαπεχθής
πολυαπόδημος
πολυάρατος
πολυάργυρος
πολύαρθρος
πολυάριθμος
View word page
πολυανθρωπέω
to be populous

ShortDef

to be populous

Debugging

Headword:
πολυανθρωπέω
Headword (normalized):
πολυανθρωπέω
Headword (normalized/stripped):
πολυανθρωπεω
IDX:
71250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71251
Key:

Data

{'content': 'to be populous'}