Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνελκόομαι
ἄνελκτος
ἀνελκτός
ἀνέλκυστος
ἀνέλκω
ἀνέλκωσις
ἀνελκωτος
ἀνέλλειπτος
ἀνέλλην
ἀνελλήνιστος
ἀνελληνόστολος
ἀνελλιπής
ἀνελλίπους
ἄνελπις
ἀνελπιστέω
ἀνελπιστία
ἀνέλπιστος
ἀνέλυτρος
ἀνεμαφέτης
ἀνέμβατος
ἀνεμέσητος
View word page
ἀνελληνόστολος
wearing non-Greek dress (cj)

ShortDef

wearing non-Greek dress (cj)

Debugging

Headword:
ἀνελληνόστολος
Headword (normalized):
ἀνελληνόστολος
Headword (normalized/stripped):
ανελληνοστολος
IDX:
7124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7125
Key:

Data

{'content': 'wearing non-Greek dress (cj)'}