Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυαναγνωσία
πολυανάλωτος
πολυαναφορία
πολυανάφορος
πολυανδρεῖον
πολυανδρέω
πολυανδρία
πολυάνδριος
πολύανδρος
πολυάνθεμος
πολυανθής
πολυάνθραξ
πολυανθρωπέω
πολυανθρωπία
πολυάνθρωπος
πολυανώδυνος
πολυάνωρ
πολυαπεχθής
πολυαπόδημος
πολυάρατος
πολυάργυρος
View word page
πολυανθής
much-blossoming, blooming

ShortDef

much-blossoming, blooming

Debugging

Headword:
πολυανθής
Headword (normalized):
πολυανθής
Headword (normalized/stripped):
πολυανθης
IDX:
71248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71249
Key:

Data

{'content': 'much-blossoming, blooming'}