Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύαμμος
πολυάμπελος
πολυαναγνωσία
πολυανάλωτος
πολυαναφορία
πολυανάφορος
πολυανδρεῖον
πολυανδρέω
πολυανδρία
πολυάνδριος
πολύανδρος
πολυάνθεμος
πολυανθής
πολυάνθραξ
πολυανθρωπέω
πολυανθρωπία
πολυάνθρωπος
πολυανώδυνος
πολυάνωρ
πολυαπεχθής
πολυαπόδημος
View word page
πολύανδρος
with many men, full of men

ShortDef

with many men, full of men

Debugging

Headword:
πολύανδρος
Headword (normalized):
πολύανδρος
Headword (normalized/stripped):
πολυανδρος
IDX:
71246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71247
Key:

Data

{'content': 'with many men, full of men'}