Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυαλθής
πολυαλφής
πολυάλφιτος
πολύαμμος
πολυάμπελος
πολυαναγνωσία
πολυανάλωτος
πολυαναφορία
πολυανάφορος
πολυανδρεῖον
πολυανδρέω
πολυανδρία
πολυάνδριος
πολύανδρος
πολυάνθεμος
πολυανθής
πολυάνθραξ
πολυανθρωπέω
πολυανθρωπία
πολυάνθρωπος
πολυανώδυνος
View word page
πολυανδρέω
to be full of men, to be populous
ShortDef
to be full of men, to be populous
Debugging
Headword:
πολυανδρέω
Headword (normalized):
πολυανδρέω
Headword (normalized/stripped):
πολυανδρεω
IDX:
71243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71244
Key:
Data
{'content': 'to be full of men, to be populous'}