Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυάκανθος
πολυαλγής
πολυάλγητος
πολυαλδής
πολυαλθής
πολυαλφής
πολυάλφιτος
πολύαμμος
πολυάμπελος
πολυαναγνωσία
πολυανάλωτος
πολυαναφορία
πολυανάφορος
πολυανδρεῖον
πολυανδρέω
πολυανδρία
πολυάνδριος
πολύανδρος
πολυάνθεμος
πολυανθής
πολυάνθραξ
View word page
πολυανάλωτος
prodigal
ShortDef
prodigal
Debugging
Headword:
πολυανάλωτος
Headword (normalized):
πολυανάλωτος
Headword (normalized/stripped):
πολυαναλωτος
IDX:
71239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71240
Key:
Data
{'content': 'prodigal'}