Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνελκής
ἀνελκόομαι
ἄνελκτος
ἀνελκτός
ἀνέλκυστος
ἀνέλκω
ἀνέλκωσις
ἀνελκωτος
ἀνέλλειπτος
ἀνέλλην
ἀνελλήνιστος
ἀνελληνόστολος
ἀνελλιπής
ἀνελλίπους
ἄνελπις
ἀνελπιστέω
ἀνελπιστία
ἀνέλπιστος
ἀνέλυτρος
ἀνεμαφέτης
ἀνέμβατος
View word page
ἀνελλήνιστος
not Grecian
ShortDef
not Grecian
Debugging
Headword:
ἀνελλήνιστος
Headword (normalized):
ἀνελλήνιστος
Headword (normalized/stripped):
ανελληνιστος
IDX:
7123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7124
Key:
Data
{'content': 'not Grecian'}