Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυαίμων
πολύαινος
πολυᾶϊξ
πολυάκανθος
πολυαλγής
πολυάλγητος
πολυαλδής
πολυαλθής
πολυαλφής
πολυάλφιτος
πολύαμμος
πολυάμπελος
πολυαναγνωσία
πολυανάλωτος
πολυαναφορία
πολυανάφορος
πολυανδρεῖον
πολυανδρέω
πολυανδρία
πολυάνδριος
πολύανδρος
View word page
πολύαμμος
abounding in sand, sandy

ShortDef

abounding in sand, sandy

Debugging

Headword:
πολύαμμος
Headword (normalized):
πολύαμμος
Headword (normalized/stripped):
πολυαμμος
IDX:
71236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71237
Key:

Data

{'content': 'abounding in sand, sandy'}