Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυάθλιος
πολύαθλος
πολύαιγος
πολυαίματος
πολυαιμέω
πολυαιμία
Πολυαιμονίδης
πολύαιμος
πολυαίμων
πολύαινος
πολυᾶϊξ
πολυάκανθος
πολυαλγής
πολυάλγητος
πολυαλδής
πολυαλθής
πολυαλφής
πολυάλφιτος
πολύαμμος
πολυάμπελος
πολυαναγνωσία
View word page
πολυᾶϊξ
much-rushing, impetuous, furious

ShortDef

much-rushing, impetuous, furious

Debugging

Headword:
πολυᾶϊξ
Headword (normalized):
πολυᾶϊξ
Headword (normalized/stripped):
πολυαιξ
IDX:
71228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71229
Key:

Data

{'content': 'much-rushing, impetuous, furious'}