Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύαγρος
πολυαδελφία
πολυάδελφος
πολυάθλιος
πολύαθλος
πολύαιγος
πολυαίματος
πολυαιμέω
πολυαιμία
Πολυαιμονίδης
πολύαιμος
πολυαίμων
πολύαινος
πολυᾶϊξ
πολυάκανθος
πολυαλγής
πολυάλγητος
πολυαλδής
πολυαλθής
πολυαλφής
πολυάλφιτος
View word page
πολύαιμος
full of blood, of a full habit

ShortDef

full of blood, of a full habit

Debugging

Headword:
πολύαιμος
Headword (normalized):
πολύαιμος
Headword (normalized/stripped):
πολυαιμος
IDX:
71225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71226
Key:

Data

{'content': 'full of blood, of a full habit'}