Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυαγρία
πολύαγρος
πολυαδελφία
πολυάδελφος
πολυάθλιος
πολύαθλος
πολύαιγος
πολυαίματος
πολυαιμέω
πολυαιμία
Πολυαιμονίδης
πολύαιμος
πολυαίμων
πολύαινος
πολυᾶϊξ
πολυάκανθος
πολυαλγής
πολυάλγητος
πολυαλδής
πολυαλθής
πολυαλφής
View word page
Πολυαιμονίδης
son of Polyaemon , Amopaon
ShortDef
son of Polyaemon , Amopaon
Debugging
Headword:
Πολυαιμονίδης
Headword (normalized):
πολυαιμονίδης
Headword (normalized/stripped):
πολυαιμονιδης
IDX:
71224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71225
Key:
Data
{'content': 'son of Polyaemon , Amopaon'}