Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυαγάπητος
πολυάγκιστρος
πολυαγρία
πολύαγρος
πολυαδελφία
πολυάδελφος
πολυάθλιος
πολύαθλος
πολύαιγος
πολυαίματος
πολυαιμέω
πολυαιμία
Πολυαιμονίδης
πολύαιμος
πολυαίμων
πολύαινος
πολυᾶϊξ
πολυάκανθος
πολυαλγής
πολυάλγητος
πολυαλδής
View word page
πολυαιμέω
to have much blood

ShortDef

to have much blood

Debugging

Headword:
πολυαιμέω
Headword (normalized):
πολυαιμέω
Headword (normalized/stripped):
πολυαιμεω
IDX:
71222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71223
Key:

Data

{'content': 'to have much blood'}