Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πόλτος
πολτώδης
πολυαγάπητος
πολυάγκιστρος
πολυαγρία
πολύαγρος
πολυαδελφία
πολυάδελφος
πολυάθλιος
πολύαθλος
πολύαιγος
πολυαίματος
πολυαιμέω
πολυαιμία
Πολυαιμονίδης
πολύαιμος
πολυαίμων
πολύαινος
πολυᾶϊξ
πολυάκανθος
πολυαλγής
View word page
πολύαιγος
abounding in goats

ShortDef

abounding in goats

Debugging

Headword:
πολύαιγος
Headword (normalized):
πολύαιγος
Headword (normalized/stripped):
πολυαιγος
IDX:
71220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71221
Key:

Data

{'content': 'abounding in goats'}