Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολτάριος
πολτοποιέω
πόλτος
πολτώδης
πολυαγάπητος
πολυάγκιστρος
πολυαγρία
πολύαγρος
πολυαδελφία
πολυάδελφος
πολυάθλιος
πολύαθλος
πολύαιγος
πολυαίματος
πολυαιμέω
πολυαιμία
Πολυαιμονίδης
πολύαιμος
πολυαίμων
πολύαινος
πολυᾶϊξ
View word page
πολυάθλιος
much-toiling
ShortDef
much-toiling
Debugging
Headword:
πολυάθλιος
Headword (normalized):
πολυάθλιος
Headword (normalized/stripped):
πολυαθλιος
IDX:
71218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71219
Key:
Data
{'content': 'much-toiling'}