Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολτάριον
πολτάριος
πολτοποιέω
πόλτος
πολτώδης
πολυαγάπητος
πολυάγκιστρος
πολυαγρία
πολύαγρος
πολυαδελφία
πολυάδελφος
πολυάθλιος
πολύαθλος
πολύαιγος
πολυαίματος
πολυαιμέω
πολυαιμία
Πολυαιμονίδης
πολύαιμος
πολυαίμων
πολύαινος
View word page
πολυάδελφος
with many brothers

ShortDef

with many brothers

Debugging

Headword:
πολυάδελφος
Headword (normalized):
πολυάδελφος
Headword (normalized/stripped):
πολυαδελφος
IDX:
71217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71218
Key:

Data

{'content': 'with many brothers'}