Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πόλος
πολτάριον
πολτάριος
πολτοποιέω
πόλτος
πολτώδης
πολυαγάπητος
πολυάγκιστρος
πολυαγρία
πολύαγρος
πολυαδελφία
πολυάδελφος
πολυάθλιος
πολύαθλος
πολύαιγος
πολυαίματος
πολυαιμέω
πολυαιμία
Πολυαιμονίδης
πολύαιμος
πολυαίμων
View word page
πολυαδελφία
possession of many brothers

ShortDef

possession of many brothers

Debugging

Headword:
πολυαδελφία
Headword (normalized):
πολυαδελφία
Headword (normalized/stripped):
πολυαδελφια
IDX:
71216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71217
Key:

Data

{'content': 'possession of many brothers'}