Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνέλικτος
ἀνέλιξις
ἀνελίσσω
ἀνελκής
ἀνελκόομαι
ἄνελκτος
ἀνελκτός
ἀνέλκυστος
ἀνέλκω
ἀνέλκωσις
ἀνελκωτος
ἀνέλλειπτος
ἀνέλλην
ἀνελλήνιστος
ἀνελληνόστολος
ἀνελλιπής
ἀνελλίπους
ἄνελπις
ἀνελπιστέω
ἀνελπιστία
ἀνέλπιστος
View word page
ἀνελκωτος
without ulcers
ShortDef
without ulcers
Debugging
Headword:
ἀνελκωτος
Headword (normalized):
ἀνελκωτος
Headword (normalized/stripped):
ανελκωτος
IDX:
7120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7121
Key:
Data
{'content': 'without ulcers'}