Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολλαχόσε
πολλαχοῦ
πολλαχῶς
πολλοαγάπητος
πολλοδεκάκις
πολλοποιός
πολλοσταῖος
πολλοστημόριος
πολλοστός
πολλότης
πολλύνομαι
πολογραφία
πολοκράτωρ
πόλος
πολτάριον
πολτάριος
πολτοποιέω
πόλτος
πολτώδης
πολυαγάπητος
πολυάγκιστρος
View word page
πολλύνομαι
to be multiplied

ShortDef

to be multiplied

Debugging

Headword:
πολλύνομαι
Headword (normalized):
πολλύνομαι
Headword (normalized/stripped):
πολλυνομαι
IDX:
71203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71204
Key:

Data

{'content': 'to be multiplied'}