Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄγραφος
ἀγρεῖος
ἀγρειοσύνη
ἀγρεῖφνα
ἀγρεμών
ἀγρετεύω
ἀγρέτης
ἄγρευμα
ἀγρεύς
Ἀγρεύς
ἀγρεύσιμος
ἄγρευσις
ἀγρευτήρ
ἀγρευτής
ἀγρευτικός
ἀγρευτός
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἄγρη
ἄγρηθεν
ἀγρηνόν
View word page
ἀγρεύσιμος
easy to catch
ShortDef
easy to catch
Debugging
Headword:
ἀγρεύσιμος
Headword (normalized):
ἀγρεύσιμος
Headword (normalized/stripped):
αγρευσιμος
IDX:
711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-712
Key:
Data
{'content': 'easy to catch'}