Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολιώδης
πολίωμα
πολίωσις
πολλάκι
πολλάκις
πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιασμός
πολλαπλασιεπιμερής
πολλαπλάσιος
πολλαπλασιότης
πολλαπλασιόω
πολλαπλασίων
πολλαπλασίωσις
πολλαπλόος
πολλαχῇ
πολλαχόθεν
πολλαχόθι
πολλαχόσε
πολλαχοῦ
πολλαχῶς
πολλοαγάπητος
View word page
πολλαπλασιόω
to multiply
ShortDef
to multiply
Debugging
Headword:
πολλαπλασιόω
Headword (normalized):
πολλαπλασιόω
Headword (normalized/stripped):
πολλαπλασιοω
IDX:
71186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71187
Key:
Data
{'content': 'to multiply'}