Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολίχνη
πολίχνιον
πολιώδης
πολίωμα
πολίωσις
πολλάκι
πολλάκις
πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιασμός
πολλαπλασιεπιμερής
πολλαπλάσιος
πολλαπλασιότης
πολλαπλασιόω
πολλαπλασίων
πολλαπλασίωσις
πολλαπλόος
πολλαχῇ
πολλαχόθεν
πολλαχόθι
πολλαχόσε
πολλαχοῦ
View word page
πολλαπλάσιος
many times as many, many times more
ShortDef
many times as many, many times more
Debugging
Headword:
πολλαπλάσιος
Headword (normalized):
πολλαπλάσιος
Headword (normalized/stripped):
πολλαπλασιος
IDX:
71184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71185
Key:
Data
{'content': 'many times as many, many times more'}