Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολιτοφυλακία
πολιτοφύλαξ
πολίχνη
πολίχνιον
πολιώδης
πολίωμα
πολίωσις
πολλάκι
πολλάκις
πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιασμός
πολλαπλασιεπιμερής
πολλαπλάσιος
πολλαπλασιότης
πολλαπλασιόω
πολλαπλασίων
πολλαπλασίωσις
πολλαπλόος
πολλαχῇ
πολλαχόθεν
πολλαχόθι
View word page
πολλαπλασιασμός
multiplication

ShortDef

multiplication

Debugging

Headword:
πολλαπλασιασμός
Headword (normalized):
πολλαπλασιασμός
Headword (normalized/stripped):
πολλαπλασιασμος
IDX:
71182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71183
Key:

Data

{'content': 'multiplication'}