Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολιτοφθόρος
πολιτοφυλακέω
πολιτοφυλακία
πολιτοφύλαξ
πολίχνη
πολίχνιον
πολιώδης
πολίωμα
πολίωσις
πολλάκι
πολλάκις
πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιασμός
πολλαπλασιεπιμερής
πολλαπλάσιος
πολλαπλασιότης
πολλαπλασιόω
πολλαπλασίων
πολλαπλασίωσις
πολλαπλόος
πολλαχῇ
View word page
πολλάκις
many times, often, oft

ShortDef

many times, often, oft

Debugging

Headword:
πολλάκις
Headword (normalized):
πολλάκις
Headword (normalized/stripped):
πολλακις
IDX:
71180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71181
Key:

Data

{'content': 'many times, often, oft'}