Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολιτοκάπηλος
πολιτοφθόρος
πολιτοφυλακέω
πολιτοφυλακία
πολιτοφύλαξ
πολίχνη
πολίχνιον
πολιώδης
πολίωμα
πολίωσις
πολλάκι
πολλάκις
πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιασμός
πολλαπλασιεπιμερής
πολλαπλάσιος
πολλαπλασιότης
πολλαπλασιόω
πολλαπλασίων
πολλαπλασίωσις
πολλαπλόος
View word page
πολλάκι
often
ShortDef
often
Debugging
Headword:
πολλάκι
Headword (normalized):
πολλάκι
Headword (normalized/stripped):
πολλακι
IDX:
71179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71180
Key:
Data
{'content': 'often'}