Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνελευθέριος
ἀνελεύθερος
ἀνέλιγμα
ἀνέλικτος
ἀνέλιξις
ἀνελίσσω
ἀνελκής
ἀνελκόομαι
ἄνελκτος
ἀνελκτός
ἀνέλκυστος
ἀνέλκω
ἀνέλκωσις
ἀνελκωτος
ἀνέλλειπτος
ἀνέλλην
ἀνελλήνιστος
ἀνελληνόστολος
ἀνελλιπής
ἀνελλίπους
ἄνελπις
View word page
ἀνέλκυστος
incapable of being pulled

ShortDef

incapable of being pulled

Debugging

Headword:
ἀνέλκυστος
Headword (normalized):
ἀνέλκυστος
Headword (normalized/stripped):
ανελκυστος
IDX:
7117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7118
Key:

Data

{'content': 'incapable of being pulled'}