Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολιτογράφος
πολιτοκάπηλος
πολιτοφθόρος
πολιτοφυλακέω
πολιτοφυλακία
πολιτοφύλαξ
πολίχνη
πολίχνιον
πολιώδης
πολίωμα
πολίωσις
πολλάκι
πολλάκις
πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιασμός
πολλαπλασιεπιμερής
πολλαπλάσιος
πολλαπλασιότης
πολλαπλασιόω
πολλαπλασίων
πολλαπλασίωσις
View word page
πολίωσις
becoming grey
ShortDef
becoming grey
Debugging
Headword:
πολίωσις
Headword (normalized):
πολίωσις
Headword (normalized/stripped):
πολιωσις
IDX:
71178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71179
Key:
Data
{'content': 'becoming grey'}